ὑμενόστρακος

ὑμενόστρακος
ὑμεν-όστρᾰκος [pron. full] [ῠ], ον,
A of ware thin as a membrane,

ποτήρια Luc. Lex.7

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υμενόστρακος — ον, Α (για αγγείο) αυτός που είναι λεπτός σαν υμένας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, ένος + ὄστρακον (πρβλ. ὀξυ όστρακος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑμενόστρακα — ὑμενόστρακος of ware thin as a membrane neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”